νοθογένεια

νοθογένεια
η
1. η κατάσταση τού νοθογενούς, η γέννηση από μη νόμιμο γάμο
2. (για ζώα ή φυτά) η γέννηση από ανόμοιο είδος γονέων, με σκοπό την παραγωγή νέων ποικιλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοθογενής. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. του γερμ. Hybridismus. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Π. Χιώτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”